κατ-ερέφω

κατ-ερέφω

κατ-ερέφω, bedachen, bedecken; τὰς σκηνὰς κλήμασιν Plut. Caes. 9; ἀλλήλους τοῖς ϑυρεοῖς Anton. 49. – Med. sich bedecken; aor. bei Ar. Vesp. 1254; κεράμῳ κατερέψεται ἑρκίον ἀνήρ Ap. Rh. 2, 1074.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατερέφω — (Α) 1. καλύπτω με οροφή, στεγάζω, σκεπάζω («τὰς σκηνὰς ἀμπελίνοις κλήμασιν κατερέφουσι», Πλούτ.) 2. μέσ. κατερέφομαι (για χελώνα) περιβάλλομαι με κάλυμμα, με όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρέφω «στεγάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατηρεφής — κατηρεφής, ές (Α) 1. καλά στεγασμένος, σκεπασμένος, καλυμμένος («σπέος... δάφνῃσι κατηρεφές», Ομ. Οδ.) 2. θολωτός, κυρτός (α. «εὕδοντ ἐν κατηρεφεῑ πέτρῳ», Σοφ. β. «στέγην γὰρ ἧς κατηρεφεῑς δόμοι», Ευρ.) 3. (για δέντρα) αυτός που έχει πυκνό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”