- κατ-ερείδω
κατ-ερείδω, dagegen stürmen, intr. vom Winde, d. i. κατασκήπτω, darauf losbrechen, -stürmen, Dio Chrys.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ερείδω, dagegen stürmen, intr. vom Winde, d. i. κατασκήπτω, darauf losbrechen, -stürmen, Dio Chrys.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατερείδω — (Α) (για άνεμο και θύελλα) ξεσπώ, ξεσηκώνομαι, φυσώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρείδω «στηρίζω, ωθώ»] … Dictionary of Greek
προσκατερείδομαι — Α πιέζομαι προς τα κάτω ακόμη περισσότερο («προσκατερείδομαι πρὸς τὴν γῆν ὑπὸ τῆς χειρός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατ(α) * + ἐρείδω «στηρίζω, ωθώ»] … Dictionary of Greek