- κατ-ερεύθω
κατ-ερεύθω, ganz röthen, in tmesi, κατὰ δ' αἵματι πόντον ἐρεύϑει Opp. Hal. 2, 612.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ερεύθω, ganz röthen, in tmesi, κατὰ δ' αἵματι πόντον ἐρεύϑει Opp. Hal. 2, 612.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατερεύθω — (Α) κάνω κάτι κατακόκκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρεύθω «κάνω κάτι ερυθρό»] … Dictionary of Greek