- κατ-ερύκω
κατ-ερύκω (s. ἐρύκω), zurückhalten, aufhalten, hindern; καὶ ἐσσύμενον Il. 6, 518, öfter; καὶ ἔσχεϑεν ἱεμένους περ Od. 4, 284; καὶ ἀποκλείειν τινός Ar. Vesp. 601. – Pass., Od. 4, 498.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ερύκω (s. ἐρύκω), zurückhalten, aufhalten, hindern; καὶ ἐσσύμενον Il. 6, 518, öfter; καὶ ἔσχεϑεν ἱεμένους περ Od. 4, 284; καὶ ἀποκλείειν τινός Ar. Vesp. 601. – Pass., Od. 4, 498.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek
κατερύκω — (Α) κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω, καθυστερώ κάποιον («μάλα δή σε καὶ ἐσσύμενον κατερύκω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρύκω «αναχαιτίζω, περιορίζω»] … Dictionary of Greek
μηρυκάζω — (ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ νεοελλ. μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek