- κατ-επι-λαμβάνομαι
κατ-επι-λαμβάνομαι (s. λαμβάνω), umarmen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-επι-λαμβάνομαι (s. λαμβάνω), umarmen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεπιλαμβάνομαι — (Α) κρατώ σφιχτά, αγκαλιάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι λαμβάνομαι «πιάνω κάτι»] … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek