- κατ-επιτηδεύω
κατ-επιτηδεύω, zu sorgfältig u. künstlich ausarbeiten, mit Schmuck die Rede überladen, D. Hal. iud. de Thue. 42, im Ggstz von ἀληϑεῖ τινι καὶ φυσικῷ χρώματι κεκνσμῆσϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-επιτηδεύω, zu sorgfältig u. künstlich ausarbeiten, mit Schmuck die Rede überladen, D. Hal. iud. de Thue. 42, im Ggstz von ἀληϑεῖ τινι καὶ φυσικῷ χρώματι κεκνσμῆσϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιτήδευση — η (AM ἐπιτήδευσις) [επιτηδεύω] υπερβολική ακρίβεια, εξεζητημένη συμπεριφορά, προσποιητός, πλαστός τρόπος («επιτήδευση ύφους ή ευγένειας») αρχ. μσν. επάγγελμα, αφοσίωση σε μια εργασία («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», Πλάτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek