- κατ-επι-σκήπτω
κατ-επι-σκήπτω, Einen mit Etwas beauftragen, τινί τι, Eumath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-επι-σκήπτω, Einen mit Etwas beauftragen, τινί τι, Eumath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατασκήπτω — (Α) 1. (για οργή θεών ή για οιωνό ή για την τύχη κ.λπ.) εφορμώ, επιπίπτω 2. (για αιφνίδια νόσο) προσβάλλω 3. πέφτω επάνω 4. εκλιπαρώ με προσευχές ή ικεσίες 5. (για φήμη) διαδίδομαι 6. φρ. α) «κατασκηφθέντα χωρία» χωριά που χτυπήθηκαν από κεραυνό… … Dictionary of Greek
κατεπισκήπτω — (Μ) παραγγέλω κάτι σε κάποιον, διατάζω κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι σκήπτω «ορίζω, δίνω εντολή»] … Dictionary of Greek