- κατ-αύω
κατ-αύω, versengen, vertilgen, Alcm. fr. 896; Eust. 1547, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αύω, versengen, vertilgen, Alcm. fr. 896; Eust. 1547, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυστηρός — ή, ό (AM αὐστηρός, ά, όν) 1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής 2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής 3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια 4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός νεοελλ. σκληρός, πιεστικός, επαχθής αρχ. 1. (μτφ. για… … Dictionary of Greek
αυονή — (I) αὐονή, η (Α) ξηρασία, στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή]. (II) ἀυονή, η (Α) κραυγή, ξεφωνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό… … Dictionary of Greek
καταύω — (Α) καθαιρώ, καταστρέφω, αφανίζω («τὰν Μῶσαν καταύσεις», Αλκμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὔω (Ι) «ανάβω»] … Dictionary of Greek