κατα-ψήχω

κατα-ψήχω

κατα-ψήχω, 1) abreiben, striegeln, streicheln; ἵππους Eur. Hipp. 109; Sp.; τὴν χεῖρα Ath. VI, 257 a; γενείου ἄκρα καταψήχων Agath. 70 (XI, 354); übertr., ἃς φάτο μειλιχίοισι καταψήχων ὀάροισιν, Ap. Rh. 3, 1102. – 2) zerreiben, klein machen; κατέψηκται Soph. Trach. 695; Nic. Th. 898.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… …   Dictionary of Greek

  • μεσ(σ)όψηρον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡμίξηρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + ψηρός «ξηρός» (< ψήω «ψήχω»)] …   Dictionary of Greek

  • ψάκτα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού ψήχω* (πρβλ. ψηκτός), αλλά εμφανίζει, αντί τού αναμενόμενου αρχ. η τού θ., ᾱ μακρό (βλ. λ. ψήω)] …   Dictionary of Greek

  • ψήκτρα — η, ΝΜΑ, και ψήκτρια και ψηκτρία και ψηκτρίς, ίδος, Α εργαλείο απόξεσης ή καθαρισμού, ιδίως τού τριχώματος τών αλόγων, ξυστρί νεοελλ. 1. εργαλείο από ισομήκεις τρίχες, ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή στίλβωση, βούρτσα 2. (ηλεκτρολ.) αγώγιμο σώμα,… …   Dictionary of Greek

  • ψήττα — η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι αρχ. (με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< *ψήχ …   Dictionary of Greek

  • ψακτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ψήκτρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού ψήχω*, με επίθημα τήρ*, αλλά εμφανίζει, αντί τού αναμενόμενου αρχ. η τού θ. (πρβλ. ψήκτρα), ᾱ μακρό (βλ. λ. ψήω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”