κατα-ψηφίζω

κατα-ψηφίζω

κατα-ψηφίζω, im act. nur κατεψήφικα, zuerkennen, δουλείας καὶ χρημάτων ἀφαιρέσεις D. Hal. 4, 58, ἑαυτῶν 5, 8, d. i. an sich verzweifeln. – Gew. med., gegen Einen stimmen, Einen durch seine Stimme verdammen; οἱ καταψηφισάμενοι δικασταί Plat. Legg. IX, 878 d; gew. τινός, Apol. 41 d; Antiph. 1, 12 u. A.; auch ϑάνατόν τινος, Einen zum Tode verurtheilen, Lys. 13, 94 Xen. Apol. 32; aber auch κλοπὴν αὐτοῦ κατεψηφίσαντο, Plat. Gorg. 516 a, wie τούτου δειλίαν, der Feigheit für schuldig erklären, Lys. 14, 11; πολλὰς ἐνδείξεις ἤδη κατεψηφίσασϑε ἰδιωτῶν Dem. 26, 15. – Das perf. in act. Bdtg, Xen. Ἀϑηναίων κατεψηφισμένων αὐτοῦ ϑάνατον Hell. 1, 5, 11; Sp., wie D. Cass. 58, 16. – Aber auch pass., κατεψηφισμένος ἦν μου ὑπὸ τῆς φύσεως ϑάνατος Xen. Apol. 27, wie ἡ κατεψηφισμένη δίκη Thuc. 2, 53; u. so immer der aor. κατεψηφίσϑην, Plat. Rep. VIII, 558 a Lys. 14, 12; Tim. lex. Plat. 114 sagt auch φυγὴ δεκαετὴς καταψηφίζεται τοῦ κρινομένου. – Bei Arist. pol. 4, 14 im Ggstz von ἀποψηφίζεσϑαι, Etwas beschließen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… …   Dictionary of Greek

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ψηφώ — ψηφῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. δίνω σημασία, υπολογίζω, λογαριάζω νεοελλ. μσν. σέβομαι, εκτιμώ (α. «δεν ψηφάει κανέναν» β. «οὐδὲν ψηφᾱν τοῡ βασιλέως, τὴν μάχην, οἵα κι ἂν ἔνι», Χρον. Μoρ.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «φροντίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐψήφισα, αόρ. τού… …   Dictionary of Greek

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • ξυπνώ — άω 1. σηκώνω κάποιον από τον ύπνο, αφυπνίζω («να μέ ξυπνήσεις στις πέντε») 2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι («σήμερα ξύπνησα αργά») 3. μτφ. βγαίνω από τον λήθαργο και βλέπω την πραγματικότητα ξεκάθαρα, αφυπνίζομαι διανοητικά και ψυχικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”