κατα-ψαίρω

κατα-ψαίρω

κατα-ψαίρω, zerscharren; VLL. erkl. κινεῖσϑαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψαίρω — Α (μόνον στον ενεστ.) 1. (μτβ.) α) αγγίζω κάτι ελαφρά β) τρίβω ή ξύνω κάτι λίγο κατά την πλύση 2. (αμτβ.) α) κινούμαι ήρεμα ή ελαφρά β) (για φύλλα) θροΐζω γ) (για σφυγμό) πάλλω δ) (για άστρο) λαμπυρίζω ε) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ψαίρειν λέγομεν τὸ …   Dictionary of Greek

  • καταψαίρουσι — κατά ψαίρω graze pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά ψαίρω graze pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψαίρουσιν — κατά ψαίρω graze pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά ψαίρω graze pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήω — και ψάω Α 1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω 2. λειαίνω κάτι με τριβή 3. στιλβώνω, γυαλίζω 4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα *bhs ē (πρβλ. αρχ. ινδ …   Dictionary of Greek

  • ψαύω — ΝΑ αγγίζω κάτι ελαφρά, ψηλαφώ με τις άκρες τών δαχτύλων αρχ. 1. (γενικά) αγγίζω κάτι («χεροῑν καλλιρρόου ἔψαυσα πηγῆς», Αισχύλ.) 2. φθάνω σε κάτι, κερδίζω («ψαύω ὕμνων», Πίνδ.) 3. αγγίζω κάτι με εχθρική διάθεση 4. μτφ. α) θίγω ένα θέμα χωρίς να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”