- κατα-ψεκάζω
κατα-ψεκάζω, beträufeln, benetzen; ἐξ οὐρανοῦ κἀπὸ γῆς δρόσοι κατεψέκαζον Aesch. Ag. 547; φαρμάκῳ Plut. Alex. 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-ψεκάζω, beträufeln, benetzen; ἐξ οὐρανοῦ κἀπὸ γῆς δρόσοι κατεψέκαζον Aesch. Ag. 547; φαρμάκῳ Plut. Alex. 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… … Dictionary of Greek
ραντίζω — ραντίζω, ΝΜΑ [ῥαντός] βρέχω με ρανίδες, με σταγόνες νερού ή άλλου υγρού, ραίνω, κυρίως για αγιασμό ή καθαρμό (α. «ῥαντιεῑς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι», ΠΔ β. «τὸ αἷμα ταύρων... ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει...», ΚΔ) νεοελλ. ψεκάζω… … Dictionary of Greek