κατα-ψεύδομαι

κατα-ψεύδομαι

κατα-ψεύδομαι, erlügen, erdichten; καταψεύδου καλῶς, ὡς ἔστι ϑεός Eur. Bacch. 334; τινός, gegen Einen Unwahrheiten vorbringen, Ar. Pax 532; τῶν ἄλλων καταψεύδει τοιοῦτο πρᾶγμα Plat. Euthyd. 283 f; Antiph. 2 δ 7; Andoc. 1, 8; Lys. 16, 8; Sp., wie Plut. Alex. 24, πρός τινα Them. 25; ἐπίϑετον ἑαυτοῦ καταψεύσασϑαι μωρίαν, den Schein der Dummheit annehmen, D. Hal. 4, 68; so auch im perf., κατεψευσμένοι πάντα εἰσὶν ἡμῶν Dem. 55, 8; aber auch pass., κατέψευσται ὁ λόγος Ath. XV, 697 a; κατεψεῦσϑαι ταῦτα τὰ διηγήματα δοκεῖ, sie scheinen erdichtet zu sein, Plut. Them. 2; vgl. Ael. V. H. 12, 36 u. Ath. XV.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… …   Dictionary of Greek

  • ευκατάψευστος — εὐκατάψευστος, ον (Α) αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να πει εύκολα ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ψευστος (< κατα ψεύδομαι), πρβλ. α κατά ψευστος] …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • ψεύδος — το / ψεῡδος, ΝΜΑ 1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῑς πάντας τοὺς λαλοῡντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.) 2. (λογ.) ψευδής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλογώ — (και άω) 1. αλλολογάω, αλλάζω γνώμη 2. ψεύδομαι, ψευτίζω 3. λέγω άλλα αντ’ άλλων, παραληρώ, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + λογώ < λόγος < λέγω. Το η κατά τη σύνθεση πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση τών τ. με α συνθετικό αλληλο *. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • ψευδής — ές, ΝΜΑ (για πράγμ.) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αναληθής ή ανύπαρκτος, ψεύτικος (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ανειλικρινής, προσποιητός, υποκριτικός (α …   Dictionary of Greek

  • πελαγίζω — ΝΜΑ [πέλαγος] πλέω στο ανοιχτό πέλαγος, διαπλέω το πέλαγος, πελαγοδρομώ («οἷον καὶ ἐν τριήρει, ἔφη, ὅταν πελαγίζωσι», Ξεν.) μσν. αρχ. (για ποταμό) κατακλύζω, πλημμυρίζω αρχ. 1. (για ποταμό που ξεχείλισε) είμαι ή εκτείνομαι σαν πέλαγος, σαν λίμνη …   Dictionary of Greek

  • πλαστολογώ — έω, Α [πλαστολόγος] (κατά το λεξ. Σούδα) λέω ψέματα, ψεύδομαι …   Dictionary of Greek

  • φιλοψεύστης — ου, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὸ ψεῡδος φιλῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψεύστης (< ψεύδομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ψήν — ηνός, ο, ΝΑ (λόγιος τ.) έντομο που αναπτύσσεται μέσα στον καρπό τής αγριοσυκιάς ή στο άνθος τού αρσενικού φοίνικα και με τη βοήθεια τού οποίου γίνεται η γονιμοποίηση τού καρπού τής ήμερης συκιάς ή τού φοίνικα νεοελλ. είδος σκνίπας αρχ. ο καρπός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”