κατα-χώννῡμι

κατα-χώννῡμι

κατα-χώννῡμι (s. χώννυμι), zuschütten, zudämmen, verschütten; ἐπεὶ ἐγένοντο ἐν τῇ ψάμμῳ, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας Her. 4, 173, Sp.; κατά σε χώσομεν λίϑοις, wir werden dich mit Steinen überschütten, Ar. Ach. 295; mit Geschossen, σφέας κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. 7, 225; λόγοις, ὕμνοις, ἐπαίνοις, mit Lob überschütten, was B. A. 45, 21 καταπληρῶσαι erklärt wird; vgl. Plat. Gorg. 512 b; übertr., τὰ πρῶτα ὀνόματα τεϑέντα κατακέχωσται ἤδη ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά, sie sind überschüttet, verdunkelt, Crat. 414 c; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμμόχωστος — Πόλη (34.500 κάτ. το 1999) στην ανατολική ακτή της Κύπρου και στον μυχό του ομώνυμου κόλπου. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.971 τ. χλμ.) που καλύπτει μια μάλλον πεδινή και αγροτική περιοχή όπου καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και αμπέλια …   Dictionary of Greek

  • χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”