κατα-χαίνω

κατα-χαίνω

κατα-χαίνω (s. χαίνω), mit offenem Munde, mit lautem Gelächter verspotten, verhöhnen, τινός; Hesych. erkl. καταχήνῃ mit καταγελάσῃ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι …   Dictionary of Greek

  • χάος — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… …   Dictionary of Greek

  • κυσοχήνη — κυσοχήνη, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) κυσοδόχη* 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) ευρυπρωκτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + χήνη (< θ. χην τού χαίνω, πρβλ. παρακμ. κέ χην α), πρβλ. κατα χήνη] …   Dictionary of Greek

  • χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… …   Dictionary of Greek

  • καταχήνη — καταχήνη, ἡ (Α) 1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ ἔστ ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι τίτλος ενός δράματος επιγρ. 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά τής βασκανίας, με σχήμα …   Dictionary of Greek

  • διαρρέω — (AM διαρρέω) 1. ρέω κατά μήκος ή διά μέσου 2. (για δοχεία, σκεύη κ.λπ.) δεν έχω στεγανότητα 3. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ σιγά σιγά 4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω απαρατήρητος αρχ. μσν. εξαφανίζομαι, διασκορπίζομαι αρχ. 1. (για φήμη) α) θεωρούμαι… …   Dictionary of Greek

  • κατεγχαίνω — (Α) περιγελώ κάποιον, χάσκοντας, δηλ. με ανοιχτό στόμα («κατεγχάνοι ταῑς ἐμαῑς τύχαισιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *ἐγ χαίνω «χάσκω» (υποχωρητικός σχηματισμός < εγχαν εῖν απρμφ. αορ. τού ρ. ἐγ χάσκω, κατά το σχήμα μαρανεῖν:… …   Dictionary of Greek

  • κεχηνώδης — κεχηνώδης, ῶδες, (Α) αυτός που έχει ή αποτελεί χασμωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέχηνα (παρακμ. τού χαίνω «χάσκω»), με σχηματισμό κατά τα σε ώδης] …   Dictionary of Greek

  • χάννη — και δωρ. τ. χάννα, ἡ, Α είδος θαλάσσιου σαρκοφάγου ψαριού, που ονομάστηκε έτσι λόγω τού μεγάλου και συνήθως ανοιχτού στόματός του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χᾰν τού ρ. χαίνω (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • χάνος — Περισσότερο γνωστή ονομασία του ψαριού σερράνος ο ήπατος της οικογένειας των σερρανιδών, που ανήκει στην υποτάξη των περκοειδών της τάξης των περκόμορφων. Πρόκειται για θαλασσινή πέρκα, που ζει κοντά στις ακτές, σε αβαθείς θάλασσες των θερμών… …   Dictionary of Greek

  • χάσις — Ονομασία φυτού και διαφόρων προϊόντων, τα οποία προέρχονται από αυτό. Το φυτό είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ινδική κάνναβις (κανναβούρι). Συγκεκριμένα με την ονομασία αυτή είναι γνωστά οι ανθισμένες κορυφές του φυτού μαζί με τα φύλλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”