- κατα-χωνεύω
κατα-χωνεύω, einschmelzen; τὸν γυναικῶν κόσμον Din. 1, 69; Dem. 22, 76; Sp,; τοῦ στόματος αὐτοῦ κατεχώνευσε χρυσίον, er goß ihm geschmolzenes Gold in den Mund, App. Mithrid. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-χωνεύω, einschmelzen; τὸν γυναικῶν κόσμον Din. 1, 69; Dem. 22, 76; Sp,; τοῦ στόματος αὐτοῦ κατεχώνευσε χρυσίον, er goß ihm geschmolzenes Gold in den Mund, App. Mithrid. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
κατάπεψις — κατάπεψις, ἡ (Α) χώνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα πεψ τού κατα πέττω «χωνεύω» (πρβλ. αόρ. κατ έ πεψ α)] … Dictionary of Greek
λεπταίνω — και λεπτύνω (AM λεπτύνω) [λεπτός] 1. καθιστώ κάτι λεπτό, τό εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῡν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ) 2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η… … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
κατατάσσω — (AM κατατάσσω και Α αττ. τ. κατατάττω) 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, διευθετώ 2. συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ 3. κατανέμω, ταξινομώ, υπάγω σε μια θέση νεοελλ. (για στρατεύσιμους) ενεργώ την κατάταξη, εγγράφω… … Dictionary of Greek
κονεύω — (Μ κονεύω) σταθμεύω προσωρινά για ανάπαυση ή για ύπνο, καταλύω, κάνω κονάκι («επήγαν και εκόνεψαν στο πράσινο λιβάδι», δημοτ. τραγ.) μσν. φιλοξενώ, εγκαθιστώ κάποιον για να τόν φιλοξενήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονάκι κατά το σχήμα: χωνί χωνάκι χωνεύω.… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
πέπτρια — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) η μαγείρισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, χωνεύω» + επίθημα τρια (πρβλ. σκώπ τρια)] … Dictionary of Greek
περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… … Dictionary of Greek