- κατα-χρεμετίζω
κατα-χρεμετίζω, anwiehern, wiehern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-χρεμετίζω, anwiehern, wiehern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… … Dictionary of Greek
καταχρεμετιοῦσι — κατά χρεμετίζω neigh fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) κατά χρεμετίζω neigh fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρεμετίζοντες — κατά χρεμετίζω neigh pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρεμετίζων — κατά χρεμετίζω neigh pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεχρεμετίσατο — κατά χρεμετίζω neigh aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρέμω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) χρεμετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., ο οποίος θεωρείται ως πρωτόθετος τ. τής οικογένειας τού ρ. χρεμετίζω (βλ. λ. χρεμετίζω)] … Dictionary of Greek
χρέμυς — και κρέμυς, υος, και χρεμύς, ύος, ὁ, Α 1. θαλασσινό ψάρι 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὀνίσκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χρεμ τής απαθούς βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* και αποτελεί είτε αρχ. παρ. με κατάλ. υς είτε νεώτερο… … Dictionary of Greek
χρέμπτομαι — Α (αποθ.) 1. βήχω για να βγάλω φλέμα από τους βρόγχους, για να φτύσω το απόχρεμμα, βγάζω ρόχαλο 2. φρ. «αἱματῶδες χρέμπτομαι» εκβάλλω αίμα με βήξιμο (Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρέμπτομαι, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να συνδεθεί με το ρ.… … Dictionary of Greek
χρεμέδα — Α θόρυβος, ἠχή*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χρεμετίζω. Κατά μία άλλη άποψη, ο τ. πρέπει να διορθωθεί σε χρεμετᾷ] … Dictionary of Greek
χρόμη — ἡ, Α 1. χρόμαδος* 2. (κατά τον Ησύχ.) χρεμετισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω*] … Dictionary of Greek
χρόμος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) χρόμη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* και συνδέεται με ονομ. τ., όπως τα αρχ. σλαβ. gromŭ και ρωσ. grom «βροντή», με επιρρ., όπως τα αρχ. ισλανδ. gramr και αρχ. άνω γερμ.… … Dictionary of Greek