κατα-φέγγω

κατα-φέγγω

κατα-φέγγω, erhellen, beleuchten, überstrahlen; Longin. 34, 4 ist καταφλέγειν die richtige L.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φέγγω — ΝΜΑ 1. (μτβ.) ρίχνω φως πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω (α. «το βραδινό μας το λυχνάρι / που θα μάς φέγγει μέσ στο σπίτι», Παλαμ. β. «φλογὶ φέγγεται λειμών», Αριστοτ.) 2. (αμτβ.) εκπέμπω φως, λάμπω (α. «φέγγει τό πρόσωπό του από χαρά» β. «ὁ… …   Dictionary of Greek

  • καταφεγγόμενον — κατά φέγγω make bright pres part mp masc acc sg κατά φέγγω make bright pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφέγγει — κατά φέγγω make bright pres ind mp 2nd sg κατά φέγγω make bright pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

  • φεγγαλικό — το, Ν βεγγαλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεγγαλικό κατά παρετυμολογική επίδραση τού ρ. φέγγω] …   Dictionary of Greek

  • φώσκω — Α (κατά τον Ησύχ.) φέγγω, χαράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά συνήθως σύνθ. με προθέσεις (πρβλ. δια φώσκω, ὑπο φώσκω) και αποτελεί μεταπλασμένο τ. τού ρ. φαύσκω*, κατ επίδραση τής λ. φῶς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”