- κατα-φάνεια
κατα-φάνεια, ἡ, Durchsichtigkeit, Plut. qu. nat. 12; Deutlichkeit, παντὸς ἤϑους ποιεῖ καταφάνειαν ἐν τοῖς λόγοις, = ἦϑος καταφανὲς ποιεῖ, Symp. 7, 10, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-φάνεια, ἡ, Durchsichtigkeit, Plut. qu. nat. 12; Deutlichkeit, παντὸς ἤϑους ποιεῖ καταφάνειαν ἐν τοῖς λόγοις, = ἦϑος καταφανὲς ποιεῖ, Symp. 7, 10, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοφάνεια — (I) η (AM θεοφάνεια) 1. η παρουσία τής Αγίας Τριάδος κατά τη Βάπτιση τού Χριστού στον Ιορδάνη 2. η εορτή τών Φώτων, τής Βαπτίσεως τού Χριστού 3. η εμφάνιση θεού στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φάνεια (< φανής < φαίνω), πρβλ. αληθο… … Dictionary of Greek