κατα-φθίω

κατα-φθίω

κατα-φθίω (s. φϑίω), 1) act. fut. u. aor. 1., mit langem ι, zu Grunde richten, hinschwinden lassen, tödten; οὐ μὲν δή σε καταφϑίσει Od. 5, 341; παλαιὰς δαίμονας καταφϑίσας Aesch. Eum. 697; κατὰ μὲν φϑίσας τὰν γαμψώνυχα παρϑένον Soph. O. R. 1198. – 2) pass. plusqpf. oder aor. syncop. κατεφϑάμην, mit kurzem ι, untergehen, umkommen, sterben, am häufigsten im partic., σεῖο καταφϑιμένοιο, Il. 22, 288; Od. 3, 196 u. a. D.; νεκύεσσι καταφϑιμένοισιν ἀνάσσειν Od. 11, 491; ὡς καὶ σὺ καταφϑίσϑαι ὤφελες, o daß du umgekommen wärst, 2, 183; ἤϊα κατέφϑιτο, die Reisevorräthe waren aufgezehrt, 4, 363; ἐκεῖ κατέφϑιτο Aesch. Pers. 311; ἐπεὶ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφϑιτο, nachdem es erloschen war, 369; εἴ τι μὴ τὠμῷ πόϑῳ κατέφϑιτο Soph. O. R. 970; Phil. 346; κατέφϑισο Eur. Hipp. 839.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”