- κατα-φορέω
κατα-φορέω, = καταφέρω, herabführen; von Flüssen, ψῆγμα χρυσοῦ Her. 5, 101; pass., 3, 106; übertr., ἀμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας Plat. Rep. IX, 587 e; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-φορέω, = καταφέρω, herabführen; von Flüssen, ψῆγμα χρυσοῦ Her. 5, 101; pass., 3, 106; übertr., ἀμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας Plat. Rep. IX, 587 e; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.