κατα-φορά

κατα-φορά

κατα-φορά, (s. καταφέρω), 1) das Heruntertragen, -werfen, der von oben nach unten geführte Schlag, Hieb; τὰς καταφορὰς τῶν μαχαιρῶν ἀσφαλίζεται ὁ ϑυρεός Pol. 6, 22, 4, vgl. 2, 33, 3; ἐκ καταφορᾶς, hiebweise, 3, 114, 3; τραῦμα ἐξ ἐπιπολῆς μᾶλλον ἢ καταφορᾶς, als tief, Plut. Dion. 34, vgl. Camill. 40. – 2) das Herunterfallen, Niedersinken, -stürzen; ἀνέμους καὶ καταφορὰς ὄμβρων καὶ πρηστήρων Plat. Ax. 370 c; Ios. u. a. Sp.; ποταμοῦ Pol. 10, 48, 5, vgl. 1, 47, 4. – Vom Untergange der Sonne, Theophr.; ἡλίου περὶ καταφορὰν ὄντος ἤδη D. Hal. 2, 43; – κοιλίας, Stuhlgang, Ath. II, 53 d. – 3) das, wohinein man fällt, bes. tiefer Schlaf mit Betäubung, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς …   Dictionary of Greek

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… …   Dictionary of Greek

  • φυγοκεντρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φυγόκεντρη δύναμη ή εκμεταλλεύεται τη φυγόκεντρη δύναμη («φυγοκεντρικό πεδίο») 2. φρ. α) «φυγοκεντρική στροβιλομηχανή» (μηχανολ.) κάθε στροβιλομηχανή, λ.χ. στρόβιλος, συμπιεστής ή αντλία, στην οποία η …   Dictionary of Greek

  • Τριπτόλεμος — Κατά την ελληνική μυθολογία, θεότητα που σχετίζεται με τη διάδοση της καλλιέργειας της γης. Σύμφωνα με μία εκδοχή ο Τ. ήταν ένας από τους Ελευσίνιους ήρωες που βοήθησαν τη θεά Δήμητρα όταν εκείνη, ψάχνοντας να βρει την κόρη της Περσεφόνη, έφτασε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”