- κατα-φαρμάσσω
κατα-φαρμάσσω, dasselbe, a) vergiften, in tmesi, κατά με ἐφάρμαξας Her. 2, 181. – b) bezaubern, κατεπᾴδων καὶ καταφαρμάσσων τῷ λόγῳ τὸν Διονύσιον Plut. Dion. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-φαρμάσσω, dasselbe, a) vergiften, in tmesi, κατά με ἐφάρμαξας Her. 2, 181. – b) bezaubern, κατεπᾴδων καὶ καταφαρμάσσων τῷ λόγῳ τὸν Διονύσιον Plut. Dion. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek