κατα-φαρμακεύω

κατα-φαρμακεύω

κατα-φαρμακεύω, mit einem Zauber- oder Heilmittel bestreichen, bezaubern, pass., Plat. Phaedr. 242 e; – vergiften, τινά, Plut. Dion. 3. – Uebh. bestreichen, schminken, ποικίλοις φαρμάκοις καταφαρμακεύουσαι τὰ πρόςωπα Luc. Amor. 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαρμακεία — (Νομ.). Η χρησιμοποίηση δηλητηρίων για τη διάπραξη εγκλήματος. Κατά τον Ποινικό Νόμο όλων των πολιτισμένων κρατών, η φ. αποτελεί αδίκημα του οποίου η ποινή φτάνει έως την καταδίκη σε θάνατο. Οι αρχαίοι μεταχειρίζονταν δηλητήρια φυτικά, ζωικά ή… …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”