- κατα-φύξιμος
κατα-φύξιμος, zu dem man feine Zuflucht nehmen kann, ἄγαλμα Plut. qu. Rom. 111.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-φύξιμος, zu dem man feine Zuflucht nehmen kann, ἄγαλμα Plut. qu. Rom. 111.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φεύξιμος — ον, Α [φεῡξις] 1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος* («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός» … Dictionary of Greek