- κατα-φράσσω
κατα-φράσσω, att. -φράττω, bedecken, durch Schutzwehren verwahren, befestigen; ὅπλοις καταπεφραγμένοι ἵπποι Plut. Alex. 16, wie ἱππεῖς Crass. 24 u. öfter. S. κατάφρακτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-φράσσω, att. -φράττω, bedecken, durch Schutzwehren verwahren, befestigen; ὅπλοις καταπεφραγμένοι ἵπποι Plut. Alex. 16, wie ἱππεῖς Crass. 24 u. öfter. S. κατάφρακτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
ναύφρακτος — και αττ. τ. ναύφαρκτος, ον (Α) 1. (για τους Έλληνες στη Σαλαμίνα) αυτός που είναι φραγμένος από πλοία ή αυτός που έχει οχυρωθεί από πλοία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναύσταθμος» 3. (κατά τον Φώτ.) «ναύφρακτον καὶ ναύφαρκτον τὴν ναυτικὴν δύναμιν… … Dictionary of Greek
χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… … Dictionary of Greek
Cataphract — A cataphract was a form of heavy cavalry used by nomadic eastern Iranian tribes and dynasties and later Ancient Greeks and Romans. Historically the cataphract was a heavily armed and armoured cavalryman who saw action from the earliest days of… … Wikipedia
ημίφρακτος — ἡμίφρακτος, ον (Α) ο φραγμένος κατά το ήμισυ, μισοφραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φρακτός (< φρακτός < φράσσω), πρβλ. ά φρακτος, περί φρακτος] … Dictionary of Greek
μύσσω — αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε σσω (πρβλ. τρομάζω τρομάσσω, σταλάζω σταλάσσω, ρημάζω ρημάσσω), δοθέντος… … Dictionary of Greek
πρόφρακτος — ον, Α (για οστρακόδερμο) αυτός που έχει μπροστά φράγμα, που είναι φραγμένος με μεμβράνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φρακτος (< φρακτός < φράσσω), πρβλ. κατά φρακτος] … Dictionary of Greek
σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
φύρκος — και φύρκορ, τὸ, Α τείχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. διαλ. προέλευσης, ο οποίος απαντά και στην ιων. αττ. (πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Φύρκ ιππος, Φυρκ ῖνος, Φύρκ ων, Φυρκ ίας) και εμφανίζει τις μορφές: φύρκος, φύρκορ και φούρκορ (πιθ. λακωνικός ή ηλειακός τ.), ενώ η … Dictionary of Greek