κατ-αυλίζομαι

κατ-αυλίζομαι

κατ-αυλίζομαι, sich lagern, niederlassen; νῦν μὲν καταυλίσϑητε, καὶ γὰρ εὐφρόνη Eur. Rhes. 518; κατηυλίσϑησαν ἐν τῷ πεδίῳ Xen. An. 7, 5, 15; Sp., die auch den aor. med. brauchen, Plut. Pyrrh. 27 Lys. 29. – Bei Soph. Phil. 30 ist ὅρα καϑ' ὕπνον μὴ καταυλισϑεὶς κυρῇ die Lesart der besten mss. für κατακλιϑείς, in die Höhle gegangen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταυλίζομαι — (Α καταυλίζομαι) (για στρατό ή άλλη ομάδα ανθρώπων στο ύπαιθρο) 1. σταθμεύω, καταλύω πρόχειρα, στρατοπεδεύω προσωρινά 2. είμαι κάτω από πρόχειρη στέγη, κατοικώ σε σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐλίζομαι «στρατοπεδεύω, διανυκτερεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”