κατ-αυγάζω

κατ-αυγάζω

κατ-αυγάζω, darauf scheinen, beleuchten; S. Emp. adv. phys. 1, 247; ἡλίου τὰς ἀκρωρείας καταυγάζοντος Heliod. 1, 1; a. Sp.; – übh. leuchten, glänzen, Heliod. 5, 31. – Med. schauen, besehen, Ζῆνα κατηυγασάμην Antp. Sid. 52 (IX, 58); Ap. Rh. 4, 1248.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταυγάζω — (AM καταυγάζω) καταφωτίζω, καταλάμπω, καταφέγγω, λάμπω ζωηρά μσν. αρχ. (αμτβ.) φέγγω, φωτίζω, λάμπω αρχ. 1. (για τον ήλιο ή τη σελήνη) θαμπώνω με τη λάμψη μου 2. μέσ. καταυγάζομαι ατενίζω, στρέφω το βλέμμα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐγάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”