προ-δανείζω

προ-δανείζω

προ-δανείζω, vorher leihen; Plut. Pericl. 13; Luc. sacrif. 3 προδανείσας τῷ Ἀπόλλωνι χάριν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • προκιχρώ — άω, Α δανείζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κιχρῶ «δανείζω»] …   Dictionary of Greek

  • προχρώ — άω, ΜΑ μσν. προχωρώ, εξελίσσομαι αρχ. δανείζω, προκαταβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρῶ, χρῶμαι «δανείζω, δανείζομαι, χρησιμοποιώ»] …   Dictionary of Greek

  • προευχρηστώ — έω, Α προδανείζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐχρηστῶ «δανείζω, προκαταβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”