- κατα-τάμνω
κατα-τάμνω, ion. = κατατέμνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-τάμνω, ion. = κατατέμνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek