- κατα-τηξί-τεχνος
κατα-τηξί-τεχνος, em. für κακιζότεχνος bei Paus. 1, 26, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-τηξί-τεχνος, em. für κακιζότεχνος bei Paus. 1, 26, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατατηξίτεχνος — κατατηξίτεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος < κατα τηξι (< κατα τήκω με μεταφορική σημ.… … Dictionary of Greek