- κατα-τεύχω
κατα-τεύχω (s. τεύχω), bereiten, machen, Qu. Sm. 7, 676.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-τεύχω (s. τεύχω), bereiten, machen, Qu. Sm. 7, 676.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατέτευξεν — κατά τεύχω make ready aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατατεύξας — ἐγκατατεύξᾱς , ἐν , κατά τεύχω make ready aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεντεύξεις — κατά , ἐν τεύχω make ready aor subj act 2nd sg (epic) κατά , ἐν τεύχω make ready fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… … Dictionary of Greek
τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… … Dictionary of Greek
τετευχήσθαι — Α (επικ. απρμφ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) το να είναι κανείς οπλισμένος («τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τετευχῆσθαι (< *τετευχέσ θαι) είναι επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ *τευχῶ < τεῦχος (πρβλ. απρμφ. παρακμ.… … Dictionary of Greek
τεύξις — (I) εως, ἡ, Α [τεύχω] (κατά τον Ησύχ.) «κατασκευή, ποίησις». (II) εως, ἡ, Α 1. επιτυχία, απόκτηση 2. τυχαία συνάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τευχ τής ρίζας τού ρ. τυγχάνω*] … Dictionary of Greek
τεύχος — το / τεῡχος, ους, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μέρος συγγράμματος, συνήθως πολύτομου, που κυκλοφορεί περιοδικά και που μετά τη συμπλήρωση τού καθορισμένου αριθμού εκδόσεων συγκροτείται σε τόμους («κυκλοφόρησε το 2ο τεύχος τού 55ου τόμου τής εγκυκλοπαίδειας… … Dictionary of Greek
τύκος — ο, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. τύχος Α το σιδερένιο σφυρί τών λατόμων και τών λιθοξόων («τύκον, τὴν τῶν λατόμων σφῡραν», Πολυδ.) αρχ. 1. είδος πολεμικού πελέκεως 2. (στον τ. τύχος) (κατά τον Ησύχ.) α) «πύλη» β) «σφήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος ο οποίος… … Dictionary of Greek
τύξις — εως, ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) κατασκευή, τεῡξις* 2. τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. τεῦξις*, σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τεύχω (πρβλ. τυκ τός)] … Dictionary of Greek