- κατα-τιτύσκω
κατα-τιτύσκω (s. τιτύσκω), wonach zielen, τινός, im med., Eust. 1331, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-τιτύσκω (s. τιτύσκω), wonach zielen, τινός, im med., Eust. 1331, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… … Dictionary of Greek