- κατα-τρύω
κατα-τρύω, = Vorigem, w. m. s.; κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. Al. 592.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-τρύω, = Vorigem, w. m. s.; κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. Al. 592.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ατρύγετος — ἀτρύγετος, ον (Α) 1. άκαρπος, άγονος 2. ακαταπόνητος 3. λαμπρός, καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ήδη αρχαία, ο τ. ατρύγετος < α στερ. + τρυγάω, ώ και σημαίνει «άκαρπος, άγονος», ενώ, κατ άλλους, συνδέεται με το τρύω και… … Dictionary of Greek
τρυηλίς — ίδος, και δ.τ. τρύηλις, ήλιδος, ἡ, Α 1. εργαλείο κατάλληλο για ανακάτεμα, κουτάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) (ο τ. τρυηλίς) «ζωμήρυσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από το λατ. trulla (< truella, υποκορ. τού trua «κουτάλα για ξάφρισμα») και έχει… … Dictionary of Greek
ατειρής — ἀτειρής, ές (Α) 1. (για μέταλλα) ακατάλυτος, σκληρός 2. ισχυρογνώμων, άκαμπτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτειρές ισχυρογνωμοσύνη, σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ατειρής πιθ. < (θ.) τερ του ρ. τείρω «θλίβω,… … Dictionary of Greek
λαστρυγυλίας — λαοτρυγυλίας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λίθος τετριμμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λᾶς (λᾶας) «λίθος» + τρυμαλίας (< τρύω)] … Dictionary of Greek
τρούεται — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἰσχναίνεται, τήκεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λακων. τ. τού τρύεται, γ εν. πρόσ. τού μέσ. ενεστ. τού ρ. τρύω «καταπονώ, ταλαιπωρώ»] … Dictionary of Greek
τρυσσός — ή, όν, τ. ουδ. και τρυσόν, Α (κυρίως το ουδ.) τρυσσόν και τρυσόν (κατά τον Ησύχ.) «νοσερόν, λεπτόν, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύω «καταπονώ, βασανίζω» + επίθημα σός (πρβλ. βλαι σός)] … Dictionary of Greek
τρύμα — το / τρῡμα, ύματος, ΝΜΑ [τρύω] οπή που έχει προκύψει από τριβή νεοελλ. βοτ. δρύπη τής οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το ενδοκάρπιο μσν. αρχ. (κατά τον Θεόγνωστ.) «πόνος» … Dictionary of Greek
τρύμη — ἡ, ΜΑ (κατά τον Θεόγνωστ.) «ταλαιπωρία» αρχ. 1. οπή, τρύπα 2. μτφ. (για πρόσ.) πανούργος, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύω + κατάλ. μη (πρβλ. ρώ μη, τόλ μη)] … Dictionary of Greek
τρύος — εος και ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) κόπος, ταλαιπωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ., παρ. τού ρ. τρύω*, ο οποίος διατηρεί τη σημ. «βασανίζω, ενοχλώ» τού ρήματος] … Dictionary of Greek
τρύσις — ύσεως, ἡ, Α [τρύω] (κατά τον Ησύχ.) καταπόνηση, ταλαιπωρία ή αρρώστια … Dictionary of Greek