προ-αναγκάζω

προ-αναγκάζω

προ-αναγκάζω, vorher zwingen, nöthigen, Harpocr. v. ἐκ προαγωγῆς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προηναγκασμένων — πρό ἀναγκάζω force perf part mp fem gen pl (attic epic doric ionic aeolic) προηναγκασμένων , πρό ἀναγκάζω force perf part mp masc/neut gen pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • προεκβιβάζω — Α εξαπολύω, ρίχνω κάποιον σε μάχη πρόωρα («παρεκάλουν αὐτὸν μὴ προεκβιβάζειν σφᾱς εἰς τὸν πρὸς Ῥωμαίους πόλεμον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκβίβάζω «αναγκάζω κάποιον να πάρει μέρος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”