κατα-σκήπτω

κατα-σκήπτω

κατα-σκήπτω, sich worauf werfen, wogegen losbrechen; eigtl. vom Einschlagen des Blitzes, Arist. de mund. 4 σκηπτοί, ὅτι κατασκήπτουσιν εἴς τι; ἀστραπαί τε καὶ βρονταὶ κατέσκηπτον D. Sic. 16, 81; λέγεται κεραυνὸν εἰς τὸν τάφον κατασκῆψαι Plut. Lys. 31; auch pass., χωρία κατασκηφϑέντα Hesych., wo der Blitz eingeschlagen hat. Aehnl. ἡ ἶρις Arist. H. A. 5, 22; νέφος Plut. Them. 15; vgl. Her. 6, 65. Häufig vom Unglück, das über Einen einbricht, vom Ausbrechen des Krieges u. ä., τίς κατέσκηψεν τύχη Aesch. Suppl. 322; vom Zorn, ὀργαὶ κατασκήπτουσιν εἰς τὸ σὸν δέμας Eur. Hipp. 1418; ἡ μῆνις ἐς ἀγγέλους Her. 8, 65; νέμεσις εἰς τούτους D. Hal. 3, 23; Λακεδαιμονίοισι κατέσκηψε μῆνις Ταλϑυβίου Her. 7, 134; vgl. Pol. 24, 8, 14; c. acc., οὐδὲ παύσεται χόλου πρὶν κατασκῆψαί τινα, ehe er Einen getroffen od. niedergeschmettert hat, Eur. Med. 94. Von der Krankheit, κατέσκηψε εἰς χεῖρας καὶ πόδας, sie warf sich auf Hände und Füße, Thuc. 2, 49; Hippocr.; ἡ νόσος κατασκήψασα εἰς τὰς γυναῖ. κας, v. l. γυναιξίν, D. Hal. 9, 40. – Λιταῖς ϑεάς, mit Bitten anliegen, bestürmen, Soph. O. C. 1011. – Vom Gerücht, sich wohin verbreiten, App. B. C. 3, 25. – Sich wohin entscheiden, ausschlagen, ἔργον ἀνόσιον εἰς εὐτυχὲς κατασκῆψαι τέλος D. Hal. 3, 60; ὁ πόλεμος εἰς τοῦτο τὸ τέλος κατέσκηψε ib. 54.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παρασκήπτω — Α (για κεραυνό) αστράφτω και πέφτω κοντά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκήπτω «επιπίπτω» (πρβλ. κατα σκήπτω)] …   Dictionary of Greek

  • σκίπων — και σκίμπων και σκήπων, ωνος, ὁ, Α 1. σκήπτρο 2. βακτηρία, μπαστούνι («σκίπων, γεροντικὸν ὅπλον», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. τού σκῆπτρον* με επίθημα ων, ωνος (πρβλ. κύφων, δόλων) που συνδέεται με το λατ. scipio, iōnis «βακτηρία,… …   Dictionary of Greek

  • περισκήπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «περισκήπτειν περιθλίβειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκήπτω «πιέζω, πέφτω με δύναμη»] …   Dictionary of Greek

  • προσκήπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) προσημαίνω, προλέγω, προμηνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκήπτω «υπερασπίζομαι, λέω κάτι για δικαιολόγηση, συνηγορώ»] …   Dictionary of Greek

  • σκάπος — και σε κωδ. σκάπος, ὁ, Α (δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «κλάδος καὶ ἄνεμος ποιὸς». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκήπτω] …   Dictionary of Greek

  • σκήψις — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, στη Μυσία της Μ. Ασίας. Ιδρύθηκε από τους Τρώες και κατά τους ιστορικούς χρόνους κατοικήθηκε από Μιλήσιους άποικους. Οι κάτοικοι της μεταφέρθηκαν από τον Αντίγονο στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα με την άδεια του Λυσίμαχου… …   Dictionary of Greek

  • σκηνίπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «διαφθείρω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που έχει σχηματιστεί πιθ. από συμφυρμό τών ρ. σκήπτω και ῥίπτω (πρβλ. σκηρίπτομαι). Κατ άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τα: κνιπεῖν σείειν και σκνίπτω «τσιμπώ, κεντώ» (πρβλ. κνίψ)] …   Dictionary of Greek

  • σκηπήνιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «βακτηρία, τρίαινα, βάκτρον, κηρύκειον, ῥάβδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκηπάνιον (< σκήπτω)] …   Dictionary of Greek

  • σκηπήϊον — Α [σκήπτω] (κατά τον Ησύχ.) «πτύον» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”