κατα-σείω

κατα-σείω

κατα-σείω (s. σείω), herabschütteln, herunterwerfen, Sp., vgl. Ath. X, 431 c κατασείειν ἔλεγον ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς πότοις προπινόντων (nach Phot. statt ὑποπινόντων), τὴν μεταφορὰν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν τοὺς καρπ οὺς κατασειόντων, Beispiel aus Menand. angeführt, zu Boden trinken, Einem zutrinken, bis er berauscht ist, vgl. Mein. Menand. p. 4; – erschüttern, Philostr. u. a. Sp.;κατασείειν τῇ χειρί, mit der Hand schütteln, ein Zeichen machen, daß die Anderen schweigen sollen, Pol. 1, 78, 3, wie κατασείσας τῇ χειρὶ σιγᾶν N. T.; a. Sp.; absol, τῷ Γαδάτᾳ κατέσειον, sie gaben ihm ein Zeichen mit der Hand, Xen. Cyr. 5, 4, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκατάσειστος — εὐκατάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα 2. αυτός που καταρρίπτεται εύκολα αρχ. αυτός που συγκινείται, που παρασύρεται εύκολα («εὐκατάσειστον εἶναι τὸν δῆμον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σειστος (< κατα σείω), πρβλ. α κατά… …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …   Dictionary of Greek

  • σουσουράδα — Κοινό όνομα μερικών μικρών στρουθιόμορφων πουλιών της οικογένειας των Σεισοπυγιδών. Ανάλογα με τα είδη, τα πουλιά αυτά, με τα κομψά σχήματα και με τις πολύ χαριτωμένες συχνά κινήσεις, λέγονται καλάνδρες, άνθη και χορευτές: το τελευταίο όνομα, και …   Dictionary of Greek

  • Σείριος — (Αστρον.). Απλανής αστέρας, ο α του Μεγάλου Κυνός, ο λαμπρότερος των απλανών αστέρων με φαινομενικό μέγεθος 1,8. Ανήκει στον τύπο των λευκών αστέρων και απέχει περί τα 8,4 έτη φωτός από τη Γη. Ο Σ. είναι διπλός αστέρας· η ύπαρξη του συνοδού του,… …   Dictionary of Greek

  • γαιήοχος — (I) γαιήοχος, ο, η (Α) 1. εκείνος που σείει τη γη 2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη 3. αυτός που προστατεύει τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο οχος < έχω… …   Dictionary of Greek

  • παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… …   Dictionary of Greek

  • σείση — η / σείσις, εως, ΝΑ [σείω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σείω 2. φρ. «ιπποκρατική σείση» ιατρ. μέθοδος εξέτασης τού θώρακα που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από τον Ιπποκράτη και χρησιμοποιείται μερικές φορές ακόμη και σήμερα και κατά την… …   Dictionary of Greek

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • εσύ — (ΑΜ σύ Α και επικ. τύπος τύνη, λακων. τούνη, δωρ. τύ, βοιωτ. τού) προσ. αντων. β προσ. νεοελλ. 1. η ονομαστική χρησιμοποιείται κυρίως για έμφαση ή αντιδιαστολή («εσύ τό λες αυτό, κανείς άλλος») 2. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”