- κατα-σκίρτημα
κατα-σκίρτημα, τό, der Sprung hinab, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-σκίρτημα, τό, der Sprung hinab, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιρτασμός — ο, ΝΜ σκίρτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ, κατά τα ουσ. σε ασμός από ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek