κατα-σκορπίζω

κατα-σκορπίζω

κατα-σκορπίζω, auseinanderwerfen, zerstören, Eumath. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκορπίζω — ΝΑ, και σκροπίζω Ν 1. διαλύω ένα σύνολο στα μέρη που τό συγκροτούν και τά πετώ εδώ και εκεί, σκορπώ, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «να μάσω τα μπουλούκια μου που τά χω σκορπισμένα», δημ. τραγούδι β. «τοὺς δ ὄρνεις ἐπιστάντας τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ… …   Dictionary of Greek

  • κατεσκόρπισε — κατά σκορπίζω scatter aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

  • σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …   Dictionary of Greek

  • χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • καταπάσσω — καταπάσσω, αττ. τ. καταπάττω (Α) 1. πασπαλίζω, καταρραντίζω κάτι επιμελώς («ἀψινθίῳ καταπάσσειν μέλι», Μέν.) 2. χύνω ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιο πράγμα 3. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω («κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν», Αριστοφ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”