- κατα-σκαίρω
κατα-σκαίρω, herabhüpfen, Opp. Hal. 4, 322.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-σκαίρω, herabhüpfen, Opp. Hal. 4, 322.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαίρω — Α (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) 1. πηδώ, αναπηδώ, σκιρτώ («σκαιρούσας ἐλάφους», Καλλ.) 2. χορεύω, ορχούμαι («ποσὶ σκαίροντες ἕποντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκαίρω (< *σκαρ jω) ανάγεται, κατά την πιθανότερη άποψη, στη συνεσταλμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
κατασκαίρουσι — κατά σκαίρω skip pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά σκαίρω skip pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκαίροντες — κατά σκαίρω skip pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
φθατέω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φθάνω». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθατέω, που απαντά στον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φθατήσῃ φθάσῃ και στη σύνθ. μτχ. κατα φθατουμένη καθώς και οι τ. ψατᾶσθαι προκαταλαμβάνειν και ψατῆσαι προειπεῖν (για την εναλλαγή στο αρκτικό φθ/ψ βλ. λ … Dictionary of Greek
σκάρτας — Α (κατά τον Ησύχ.) «ταχύς». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ τού σκαίρω «σκιρτώ, χοροπηδώ, πηδώ» + κατάλ. τας / … Dictionary of Greek
σκαρία — Α (κατά τον Ησύχ.) «παιδιά». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. σκαρ τού σκαίρω «πηδώ»] … Dictionary of Greek
σκαρίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για βοσκήματα) βγαίνω σε βοσκή 2. βγάζω κοπάδι σε βοσκή 3. μτφ. διασκορπίζομαι μσν. αρχ. αναπηδώ, σκιρτώ («ὥσπερ τι μέρος ἑρπετοῡ ἔτι σκαρίζοντος», Γεωπ.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «σκαρίζεται ταράσσεται βράζει». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ … Dictionary of Greek