κατα-σκεύασμα

κατα-σκεύασμα

κατα-σκεύασμα, τό, das Eingerichtete, Zubereitete; τὰ κατασκευάσματα, Kriegsmaschinen, Pol. 1, 48, 5; τὰ ἐπὶ ταῖς χελώναις κατασκ. 9, 41, 3; übh. Gefäß, Geräth, 4, 18, 8 u. öfter; – χαλκοῦς πίναξ τῶν Κορινϑίων κατασκευασμάτων, von korinthischer Arbeit, Ath. IV, 128 d; – Gebäude, D. Hal. 3, 27; τὰ κατὰ μέρος κ., die Zimmer, Pol. 10, 27, 9; – Hülfsmittel, Erfindung, Dem. 23, 13, Arist. polit. 6, 4 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… …   Dictionary of Greek

  • μελατονίνη — Ορμόνη της επίφυσης, η οποία συντίθεται από το αμινοξύ τρυπτοφάνη. Η μ. προκαλεί συγκέντρωση της μ. στα χρωματοφόρα κοκκία των αμφιβίων, με αποτέλεσμα να κάνει πιο ανοιχτόχρωμο το δέρμα τους. Η δράση της είναι ανταγωνιστική ως προς τη… …   Dictionary of Greek

  • ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… …   Dictionary of Greek

  • Έρλιχ, Πάουλ — (Paul Ehrlich, Στρέλεν 1854 – Μπαντ, Χόμπουργκ 1915). Γερμανός μικροβιολόγος, θεμελιωτής της ανοσοβιολογίας και της χημειοθεραπείας. Ο Έ. υπέθεσε ότι τα αντισώματα αντιστοιχούν σε μόρια πρωτεΐνης, προικισμένα με πλευρικές αλυσίδες ειδικές για το… …   Dictionary of Greek

  • εντεροβιοφόρμ — το φαρμακευτικό σκεύασμα, αντισηπτικό τών εντέρων κατά τών αμοιβάδων κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • λεμονάδα — η 1. αναψυκτικό ποτό που παρασκευάζεται από χυμό λεμονιού, νερό και ζάχαρη 2. υγρό σκεύασμα που περιέχει ουσία με υπόξινη γεύση και γλυκαντικό, είναι αεριούχο ή όχι και χρησιμοποιείται ως αναψυκτικό, ως αντισηπτικό, ως διουρητικό και ως έκδοχο… …   Dictionary of Greek

  • μελίκακι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκεύασμα τι βρωτὸν μετὰ τυροῡ» …   Dictionary of Greek

  • υδραργυρόλη — η, Ν (φαρμ.) φαρμακευτικό σκεύασμα που περιείχε υδράργυρο και χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα κατά τής σύφιλης …   Dictionary of Greek

  • υδρόμελι — Δροσιστικό ποτό, που παρασκευάζεται από μέλι ανακατεμένο με νερό. Κατά τη βράση του διαλύματος ανακατεύεται και ξαφρίζεται συνεχώς, όταν δε κρυώσει αρωματίζεται με άνθη τίλιου ή δεντρολίβανου και αφήνεται να ζυμωθεί για μεγάλο διάστημα. Το υ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”