κατα-σκευάζω

κατα-σκευάζω

κατα-σκευάζω, bereiten, zurecht machen, anordnen, ausrüsten; ὄνους, die Esel bepacken, Her. 2, 121; ἱρὸν πλούσιον ϑησαυροῖσί τε καὶ ἀναϑήμασι πολλοῖσι κατεσκευασμένον, damit versehen, 8, 33; σκηνὴ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ κατεσκευασμένη 9, 82; ἱερὰ κατασκευάσαι καὶ βωμούς Plat. Conv. 189 c, vgl. Critia. 113 c; γυμνάσια, πόλιν, einrichten, Legg. VI, 761 c Rep. VIII, 5574; κατεσκευασμένη οἰκία, ein wohlversehenes Haus, πάνϑ' ὅσα δεῖ ἔχουσα B. A. 103, 28; συμπόσιον, συνέδριον, anordnen, Plat. Rep. II, 363 c Prot. 317 d; πᾶσι κατασκευάσας τὸ πλοῖον ἀφ' ὧν ὑπελάμβανε σωϑήσεσϑαι, das Schiff mit allem Nöthigen versehen, Dem. 18, 194; δημοκρατίαν Xen. Hell. 2, 3, 36; τοὺς ἵππους εἰς ἱππέας An. 3, 3, 19; χώραν, in guten Stand setzen, 1, 9, 19, vgl. Oec. 4, 16; von listigen Plänen, anlegen, anstiften, μηχανᾶται καὶ κατασκευάζει ταῦτα Dem. 45, 5, πᾶν τὸ πρᾶγμα κατεσκευάκασι ibd. 20, öfter; auch absol., κατασκευάσας ὡς ἐγώ εἰμι αἴτιος 21, 110; dah. κατεσκευασμένοι δανεισταί, untergeschobene, falsche, 42, 28. – Im med. für sich ausrüsten, einrichten; βίον Plat. Rep. X, 606 e, öfter; τοὺς ἵππους χαλκοῖς πᾶσι προβλήμασι κατεσκευάσατο Xen. Cyr. 6, 1, 51; τριήρεις ἐπὶ τὸν πόλεμον Plut. Them. 4; ναῦς Pol. 1, 38, 3 u. öfter; κατασκευάζεσϑαι ὡς αὐτοῦ που οἰκήσοντας, sich so einrichten, als wolle man sich niederlassen, Xen. An. 3, 2, 24; sich häuslich einrichten, wohnen, Lys. 24, 20; Thuc. 2, 17 κατεσκευάσαντο δὲ καὶ ἐν τοῖς πύργοις; bauen, τείχη Plut. Alc. 36, πύργους κατασκευάσας Hdn. 5, 6, 21; Paus. 3, 12, 9. – Bei den Rhetoren im Ggstz von ἀνασκευάζειν, ἀναιρέω, das aufgestellte Thema beweisen, bekräftigen, Arist. rhet. 2, 23; Longin. u. A. Aber κατασκευάζειν πρὸς ἑαυτὸν τὸν ἀκροατήν heißt »sich den Zuhörer geneigt machen«, Arist. rhet. 3, 19. – Ἡγεμόνα, einen Führer einsetzen, H. A. 6, 19. – Die dorische Form κατασκευάξας steht Tim. Locr. 94 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετασκευάζω — (Α μετασκευάζω) μεταβάλλω την κατασκευή ή τη μορφή, μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, μεταποιώ αρχ. 1. μεταβαίνω, πηγαίνω κάπου, μετατοπίζομαι 2. (το μέσ.) μετασκευάζομαι i) ανταλλάσσω τη στολή ή τον οπλισμό μου με τη στολή ή τον οπλισμό κάποιου άλλου… …   Dictionary of Greek

  • υποσκευάζω — Α παρασκευάζω κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκεῦος), πρβλ. κατα σκευάζω] …   Dictionary of Greek

  • ευκατασκεύαστος — εὐκατασκεύαστος, ον (Α) 1. αυτός που κατασκευάζεται εύκολα 2. ο κατασκευασμένος καλά, ο καλοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σκευαστός (< κατα σκευάζω)] …   Dictionary of Greek

  • σκευώ — όω, Α [σκεῡος] (κατά τον Ησύχ.) «σκευάζω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”