- κατα-σεύομαι
κατα-σεύομαι (s. σεύω), herab-, zurückstürzen, eilen; κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεϑρα, floß wieder hinab in das Flußbett, Il. 21, 382; κατεσσύμενόν περ ἱδρῶτα Qu. Sm. 4, 270; Nonn. D. 34, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-σεύομαι (s. σεύω), herab-, zurückstürzen, eilen; κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεϑρα, floß wieder hinab in das Flußbett, Il. 21, 382; κατεσσύμενόν περ ἱδρῶτα Qu. Sm. 4, 270; Nonn. D. 34, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… … Dictionary of Greek
λαοσσόος — (I) λαοσσόος, ον, θηλ. και λαοσσοοῡσα (Α) 1. αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ Ἔρις κρατερή λαοσσόος», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) το θηλ. λαοσσοοῡσα προσωνυμία τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»),… … Dictionary of Greek
μηλοσόη — και μηλοσόα (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ροδίους) «ὁδὸς δι ἧς πρόβατα ἐλαύνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + σόη (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. ιππο σόα] … Dictionary of Greek
πανσυδί — και πασσυδί και πανσυδεί και πασσυδεί και πανσυδία, επικ. τ. πανσυδίη και, κατά δ. γρφ., πασσυδίη και πανσυδίην, και πασσυδίην Α επίρρ. 1. με όλες τις δυνάμεις («ὁρῶν ἐκβοηθοῡντας καὶ τοὺς ἄλλους πασσυδί, ἐκβοηθεῑ καὶ αὐτός», Ξεν.) 2. παντελώς 3 … Dictionary of Greek
συσσοίη — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀνεμπόδιστος φορά». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, ορμώ, τρέχω»] … Dictionary of Greek
συσσούμαι — όομαι, Α (κατά τον Ησύχ.) «συνσοῡσθαι ἐπὶ τὸ αὐτὸ συμφέρεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + *σοFσομαι < σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, ορμώ, τρέχω»] … Dictionary of Greek