- κατα-σχεῖν
κατα-σχεῖν, aor. II. zu κατέχω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-σχεῖν, aor. II. zu κατέχω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεανικός — ή, ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῑ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῑν», Αριστοφ.) 2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός μσν.… … Dictionary of Greek
χηλοδευσείν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀδολε σχεῑν, οἱ δὲ τρίβειν» … Dictionary of Greek