- κατα-σφρᾱγίζω
κατα-σφρᾱγίζω, versiegeln; ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα Aesch. Suppl. 925; Plat. Eryx. 400 a; Luc. Alex. 49 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-σφρᾱγίζω, versiegeln; ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα Aesch. Suppl. 925; Plat. Eryx. 400 a; Luc. Alex. 49 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α … Dictionary of Greek
κατεσφρηγισμένον — κατά σφραγίζω close perf part mp masc acc sg (ionic) κατά σφραγίζω close perf part mp neut nom/voc/acc sg (ionic) κατά σφρηγίζω close perf part mp masc acc sg κατά σφρηγίζω close perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφρηγίζετο — κατά σφραγίζω close imperf ind mp 3rd sg (ionic) κατά σφρηγίζω close imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφραγισμένα — κατεσφρᾱγισμένα , κατά σφραγίζω close perf part mp neut nom/voc/acc pl κατεσφρᾱγισμένᾱ , κατά σφραγίζω close perf part mp fem nom/voc/acc dual κατεσφρᾱγισμένᾱ , κατά σφραγίζω close perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφραγίσθην — κατεσφρᾱγίσθην , κατά σφραγίζω close plup ind mp 3rd dual κατεσφρᾱγίσθην , κατά σφραγίζω close aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κατεσφρᾱγίσθην , κατά σφραγίζω close aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφραγισμέναι — κατεσφρᾱγισμέναι , κατά σφραγίζω close perf part mp fem nom/voc pl κατεσφρᾱγισμένᾱͅ , κατά σφραγίζω close perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφραγισμένας — κατεσφρᾱγισμένᾱς , κατά σφραγίζω close perf part mp fem acc pl κατεσφρᾱγισμένᾱς , κατά σφραγίζω close perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφραγισμένον — κατεσφρᾱγισμένον , κατά σφραγίζω close perf part mp masc acc sg κατεσφρᾱγισμένον , κατά σφραγίζω close perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφραγισμένων — κατεσφρᾱγισμένων , κατά σφραγίζω close perf part mp fem gen pl κατεσφρᾱγισμένων , κατά σφραγίζω close perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφραγίσμεθα — κατεσφρᾱγίσμεθα , κατά σφραγίζω close plup ind mp 1st pl κατεσφρᾱγίσμεθα , κατά σφραγίζω close perf ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσφραγισμένην — κατεσφρᾱγισμένην , κατά σφραγίζω close perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)