- κατα-συρίττω
κατα-συρίττω, auspfeifen, τινός, Sp. Bei Ar. Plut. 689 steht jetzt richtiger κᾆτα συρίξας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-συρίττω, auspfeifen, τινός, Sp. Bei Ar. Plut. 689 steht jetzt richtiger κᾆτα συρίξας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… … Dictionary of Greek