- κατα-στίλβω
κατα-στίλβω, herabstrahlen, herableuchten lassen, ὑψόϑεν σέλας H. h. Mart. 10; darauf, dagegen strahlen, schimmern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-στίλβω, herabstrahlen, herableuchten lassen, ὑψόϑεν σέλας H. h. Mart. 10; darauf, dagegen strahlen, schimmern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στίλβω — ΝΑ εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ. β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ. γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.) 2. μτφ. είμαι… … Dictionary of Greek
στίλβη — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του ποτάμιου θεού Πηνειού και της νύμφης Κρέουσας. Από τη Σ. και τον Απόλλωνα γεννήθηκε ο Λαπίθης και ο Κένταυρος. * * * η, ΝΑ [στίλβω] νεοελλ. 1. στιλπνότητα, λαμπρότητα 2. μετρολ. φωτομετρική μονάδα λαμπρότητας με… … Dictionary of Greek
στίλβωση — Επεξεργασία της επιφάνειας μερικών μετάλλων για την προστασία τους από τη διαβρωτική ενέργεια της ατμόσφαιρας. Σχηματίζεται έτσι ένα λεπτό στρώμα επιφανειακού οξειδίου ή θειούχου μεταλλικού χρώματος γενικά σκούρου. Στιλβώνονται αίφνης τα… … Dictionary of Greek
τριαινωτήρ — και τριαινατήρ, ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που σκαλίζει τη γη, ο γεωργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριαινῶ /τρίαινα + επίθημα –τήρ (πρβλ. στιλβω τήρ)] … Dictionary of Greek