- κατα-στένω
κατα-στένω, beseufzen; τινά, Soph. O. C. 1442; τὸν ϑανόντα πατέρα Eur. Troad. 318; τινός, Soph. El. 862; Eur. Androm. 444; ὑπέρ τινος, über Etwas seufzen, klagen, I. A. 470.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-στένω, beseufzen; τινά, Soph. O. C. 1442; τὸν ϑανόντα πατέρα Eur. Troad. 318; τινός, Soph. El. 862; Eur. Androm. 444; ὑπέρ τινος, über Etwas seufzen, klagen, I. A. 470.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταστένω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) θρηνώ ή κλαίω για κάτι ή μετά από κάτι («μὴ μεταστένειν πόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στένω (< στένω «στενάζω, θρηνώ»), πρβλ. κατα στένω, περι στένω] … Dictionary of Greek
κατασταίνω — (Μ κατασταίνω) κάνω, κατεργάζομαι κάτι νεοελλ. 1. στήνω 2. αρραβωνιάζω 3. παροιμ. «άσπρος γεννάτ ο κόρακας κι ύστερα γαλανιάζει και μαύρος καταστένεται και τους γονιούς του μοιάζει» τα παιδιά κατ ανάγκην θα μοιάσουν στους γονείς τους 4. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
στεμβάζω — ΜΑ (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὑβρίζω» αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμβω* + κατάλ. άζω (πρβλ. στένω: στενάζω)] … Dictionary of Greek
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek
περιστένω — και επικ. τ. περιστείνω και περιστένομαι και περιστείνομαι Α 1. στενάζω για κάτι γύρω γύρω ή αντηχώ, αντιλαλώ ολόγυρα («περιστένει οὔρεος ἠχώ», Ύμν. Πάν.) 2. στενοχωρώ («περιστένεται δὲ τε γαστήρ» στενοχωρείται, βαραίνει το στομάχι [από την… … Dictionary of Greek
στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… … Dictionary of Greek
στενάσαι — Α [στένω] (κατά τον Ησύχ.) «τινὲς πλῆξαι καὶ παῑσαι» … Dictionary of Greek
στενάχω — Α (ποιητ. τ.) 1. στεναχίζω* 2. (για στοά) αντηχώ («στοᾱς στεναχούσης, σιτίων, μετρουμένων», Αριστοφ.) 3. (μτβ.) οδύρομαι, κλαίω για κάτι («τὸ παρὸν... πήμα στενάχω», Αισχύλ.) 4. μτφ. (για χείμαρρο) κάνω πάταγο, κροτώ 5. (το μέσ.) στενάχομαι (για… … Dictionary of Greek
τέννει — Α (κατά τον Ησύχ.) «στένει, βρύχεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στένω] … Dictionary of Greek