κατα-στέφω

κατα-στέφω

κατα-στέφω, umkränzen; ῥόδοις κάρηνα Anacr. 7, 8; zu heiligem Gebrauch mit Etwas umhüllen, bedecken, κλάδος τῆς ἱερᾶς ἐλαίας ἐρίῳ λευκῷ κατεστεμμένος Plut. Thes. 18; so βωμόν Eur. Heracl. 125, mit Oelzweigen; auch πλόκαμον χερνίβων παγαῖς, I. A. 1478; τινὰ χεροῖν Heracl. 227; νεκρόν, mit Todtenopfern ehren, Phoen. 1626.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • στέψη — η / στέψις, εως, ΝΜΑ [στέφω] η ενέργεια τού στέφω, στεφάνωση νεοελλ. 1. η επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο, κατά την οποία αυτός φορεί για πρώτη φορά το στέμμα 2. η τελετή τού γάμου, το στεφάνωμα …   Dictionary of Greek

  • στεφάνη — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (567 κάτ., υψόμ. 20 μ.) στην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Φιλιππιάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 567 κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… …   Dictionary of Greek

  • στεφέτην — και δ. γρφ. στεφίτην Α (κατά τον Ησύχ.) «ἱκέτην». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. έτης κατά το ἱκέτης] …   Dictionary of Greek

  • στέφος — το, ΝΜΑ νεοελλ. μτφ. δόξα, φήμη («προσμένουσιν / οι ουρανοί το στέφος του / και τ όνομά του [τού ήρωος]», Κάλβ.) μσν. εκκλ. το στεφάνι τού μαρτυρίου αρχ. 1. στέφανος, στέμμα («ἐπὶ κάρεα στέφεα βαλομέναν», Ευρ.) 2. σπονδή 3. (κατά τον Ησύχ.) στον… …   Dictionary of Greek

  • στεπτήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στέψη 2. αυτός που αρμόζει σε στέψη 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Στεπτήριον γιορτή την οποία τελούσαν κάθε εννέα χρόνια σε ανάμνηση τής επανόδου τού Απόλλωνος από την κοιλάδα τών Τεμπών, όπου είχε… …   Dictionary of Greek

  • στεφών — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «ὑψηλός, ἀπόκρημνος» 2. ως ουσ. κορυφή βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. ών (πρβλ. ταφ ών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”