- κατα-στηματικός
κατα-στηματικός, ή, όν, gesetzt, ruhig, βλέμματι καὶ κινήματι πρᾶος καὶ κατ. Plut. T. Graech. 2; Ggstz ἐκστατικός, Schol. Plat. Rep. III p. 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-στηματικός, ή, όν, gesetzt, ruhig, βλέμματι καὶ κινήματι πρᾶος καὶ κατ. Plut. T. Graech. 2; Ggstz ἐκστατικός, Schol. Plat. Rep. III p. 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.